- παιδοβόρος
- παιδο-βόρος, ον,A child-eating, μόχθοι π., of Thyestes, A.Ch.1068 (anap., Aurat. for παιδόμοροι), cf. Nonn.D.21.120.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παιδοβόρος — παιδοβόρος, ον (Α) αυτός που τρώγει παιδιά («παιδοβόροι μόχθοι Θυέστου», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + βόρος (< βορά), πρβλ. αιμο βόρος] … Dictionary of Greek
παιδοβόρον — παιδοβόρος child eating masc/fem acc sg παιδοβόρος child eating neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδοβόροι — παιδοβόρος child eating masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδοβόροις — παιδοβόρος child eating masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδοβόρῳ — παιδοβόρος child eating masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος … Dictionary of Greek